Η ομιλία είναι η έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να εξωτερικεύει με λέξεις τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τις σκέψεις του, ώστε να επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του στα πλαίσια μιας γλωσσικής κοινότητας. Μολονότι η κατάκτηση της ομιλίας συντελείται χωρίς στοχευόμενη διδασκαλία, πλέον συχνά παρατηρούμε πως τα παιδιά έχουν δυσκολίες στην κατάκτησή της. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα σημειώνεται σημαντική καθυστέρηση στην ανάπτυξη της ομιλίας και χρήση εναλλακτικών και επαυξητικών συστημάτων επικοινωνίας.
Η Εναλλακτική και Επαυξητική Επικοινωνία (ΕΕΕ) είναι ευρέως γνωστή για τα συστήματα ενίσχυσης ή υποκατάστασης της ομιλίας όταν αυτή δεν είναι λειτουργική. Με τον όρο «επαυξητική» περιγράφουμε τα συστήματα που ενισχύουν την ομιλία όπως οι χειρονομίες, οι εκφράσεις προσώπου, κ.α. Με τον όρο «εναλλακτική» περιγράφουμε τα συστήματα που υποκαθιστούν την ομιλία (όταν αυτή απουσιάζει εντελώς) όπως συσκευές επικοινωνίας, ηλεκτρονικές και μη.
Παρόλο που η ΕΕΕ είναι ευρέως γνωστή παρατηρείται μεγάλη επιφύλαξη στη χρήση των συστημάτων της κυρίως επειδή υπάρχουν οι φόβοι πως «το παιδί δε θα έχει κίνητρο να αναπτύξει ομιλία», «το παιδί με γνωστικές διαταραχές δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την ΕΕΕ», «το παιδί θα φαίνεται αλλόκοτο και αφύσικο στους γύρω του», κ.α. Οι παραπάνω και πόσοι ακόμη φόβοι εκφράζονται συχνά από τους γονείς όσον αφορά τα συστήματα ΕΕΕ.
Όταν παρατηρείται σημαντική καθυστέρηση στην ανάπτυξη της ομιλίας, χρησιμοποιούμε την ΕΕΕ σε συνδυασμό πάντα με το πρόγραμμα παρέμβασης στην συγκεκριμένη διαταραχή. Η χρήση της ΕΕΕ από τους ενήλικες ενισχύει την κατανόηση του λόγου και αυξάνει τις πιθανότητες παραγωγής ομιλίας. Είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε τη γλωσσική ανάπτυξη ενός τυπικά αναπτυσσόμενου παιδιού αλλά και ενός παιδιού με κάποια διαταραχή ή σύνδρομο. Οπότε είναι και εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψουμε αν ένα παιδί με διαταραχή είναι ικανό ή όχι να μάθει ΕΕΕ. Εξάλλου, όπως και το πρόγραμμα παρέμβασης έτσι και η ΕΕΕ είναι εξατομικευμένη με βάση τις ανάγκες και τις ικανότητες του παιδιού. Η εκμάθηση και η χρήση της ΕΕΕ δεν πρέπει να γίνεται μόνο από το θεραπευτή και το παιδί αλλά και από το περιβάλλον (γονείς, συγγενείς, συμμαθητές, κ.α.) Έτσι επιτυγχάνεται η ομαλή αποδοχή ενός παιδιού που χρησιμοποιεί την ΕΕΕ και δεν κινδυνεύει να μείνει περιθωριοποιημένο.
Μακροπρόθεσμος στόχος των θεραπευτών είναι η ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας. Ωστόσο δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε πότε και μέχρι ποιο σημείο θα αναπτυχθεί ο λόγος. Εκμεταλλευόμενοι όλα τα μέσα που διαθέτουμε έχουμε περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουμε το στόχο μας, δίνοντας παράλληλα στο παιδί έναν εναλλακτικό και πρακτικό τρόπο επικοινωνίας που το καθιστά κατανοητό από τους γύρω του και δεν το αφήνει στο περιθώριο. Γεγονός που συμβάλει σημαντικά στην κοινωνικοποίησή του και την υγιή ψυχική του ανάπτυξη.
Είναι πολύ πιο σημαντικό το παιδί να θέλει να επικοινωνήσει και να το κάνει με όποιον τρόπο διαθέτει παρά να επιμένουμε να χρησιμοποιήσει την ομιλία και τίποτα άλλο, στερώντας του τη διάθεση για επικοινωνία.
«Ο πνευματικός δημιουργός αυτού του κειμένου, παραχωρεί την άδεια αναδημοσίευσης-αναπαραγωγής του, σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό ή έντυπο μέσο, υπό την προϋπόθεση αναδημοσίευσης ολόκληρου του κειμένου και όχι της τμηματικής-αποσπασματικής αναδημοσίευσης.»